- Έλληνες
- Ονομασία με την οποία, σύμφωνα με τον Θουκυδίδη, ήταν γνωστοί, μετά τον Όμηρο, οι κάτοικοι του χώρου που ονομαζόταν Ελλάς. Στην Ιλιάδα (Β 683, Ι 395, Ι 447), ως Ελλάς αναφέρεται μόνο η περιοχή γύρω από τη Φθία και τη νότια Θεσσαλία, και Έ. ή Μυρμιδόνες ο λαός που κατοικούσε εκεί και είχε αρχηγό τον Αχιλλέα· οι Έ. αυτοί αποκαλούνταν και Πανέλληνες, αλλά η ονομασία αυτή υποδήλωνε απλώς την ένωση των διαφόρων κλάδων της συγκεκριμένης φυλής της Θεσσαλίας. Στην Οδύσσεια φαίνεται ότι ο όρος αναφερόταν σε ολόκληρη την Ελλάδα εκτός από την Πελοπόννησο. Η πρώτη απόπειρα για την καθολίκευση του ονόματος Έ. έγινε από τον Θουκυδίδη· σύμφωνα με αυτόν, η διάδοσή του οφείλεται στον Έλληνα, τον μυθολογικό γενάρχη των Ε., γιο του Δευκαλίωνα και της Πύρρας, αδελφό του Αμφικτύωνα και πατέρα του Αιόλου, του Δώρου και του Ξούθου. Τα παιδιά του κατέκτησαν την εξουσία στη Φθία («και των παίδων αυτού εν τη Φθιώτιδι ισχυσάντων...», Θουκ. I, 3) και με τον καιρό διεύρυναν την προστασία ή την επικυριαρχία τους και «ες τας δ’ άλλας πόλεις», των οποίων οι κάτοικοι ονομάστηκαν Έ. από τους προστάτες τους. Η μυθολογική αυτή ερμηνεία αντικαταστάθηκε αργότερα από μια άλλη ιστορική ερμηνεία, η οποία επικρατεί και σήμερα. Η καλύτερη διατύπωσή της στην Ελλάδα ανήκει στον γλωσσολόγο Γεώργιο Χατζιδάκι. Σύμφωνα με αυτήν, η ονομασία Έ. συνδέεται με τους Δωριείς και την αρχική τους κοιτίδα, την Ήπειρο, και ειδικά με τον κλάδο των Σελλών ή Ελλών: «Ελλοί· Έλληνες οι εν Δωδώνη και οι ιερείς» (Ησύχιος). Η ονομασία Έ. προήλθε αργότερα από το σύνθετο Πανέλληνες, ενώ ο αρχικός ηπειρωτικός τύπος ήταν Ελλάνες (από την αιολική διάλεκτο, όπως π.χ. Ακαρνάνες, Ευρυτάνες κ.ά.). Από την Ήπειρο λοιπόν προήλθε η ονομασία Έ., στη διάδοση της οποίας συνέβαλε το ιερό του Δία στη Δωδώνη· απόδειξη ότι με τη διάδοση της λατρείας του Δία επεκτάθηκε και κυριάρχησε και η ονομασία αυτή αποτελεί η ύπαρξη ιερού του Διός Ελλανίου στη Σπάρτη. Ειδικότερα, όμως, στην εξάπλωσή του συνετέλεσε η δωρική τάση δημιουργίας αμφικτυονικών ενώσεων. Έτσι, το ιερό και η λατρεία του Δωδωναίου Δία αρχικά, και οι αμφικτυονίες και κυρίως η Δελφική Αμφικτυονία αργότερα, διέδωσαν την ονομασία Έ., που στους ιστορικούς χρόνους είχε πια παραγκωνίσει τα γνωστά από τον Όμηρο ονόματα, Αχαιοί, Δαναοί, Αργείοι κλπ. Η ονομασία Έ. επικράτησε έως τους χρόνους της ρωμαιοκρατίας. Μετά τη δημοσίευση του διατάγματος του αυτοκράτορα Καρακάλλα (212 μ.Χ.), με το οποίο παραχώρησε το δικαίωμα του Ρωμαίου πολίτη και στους εκτός της Ιταλίας κατοίκους του ρωμαϊκού κράτους, ονομάστηκαν Ρωμαίοι και οι κάτοικοι της κυρίως Ελλάδας και αργότερα του βυζαντινού κράτους, το οποίο αντίστοιχα ονομάστηκε Ρωμανία. Στην παραγκώνιση της ονομασίας Έ. συνετέλεσαν και θρησκευτικοί λόγοι· έτσι, Έ. ονομάζονταν πλέον αυτοί που επέμεναν στις παλαιές θρησκείες, ακόμα και αν ήταν Πέρσες, Άραβες κλπ. Από τον 11o αι. μ.Χ. η ονομασία Έ. άρχισε να αποκτά και πάλι το παλαιό της περιεχόμενο, για να γίνει πολύ συνηθισμένη στα κείμενα των τελευταίων ιστορικών του Βυζαντίου. Έτσι, κατά τον Φραντζή, ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος ονόμασε την Κωνσταντινούπολη «ελπίδα και χαράν πάντων των Ελλήνων». Ο όρος Έ. επικράτησε και καθιερώθηκε ως εθνικό όνομα μετά την Ελληνική Επανάσταση και την ανακήρυξη του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους, εξέλιξη στην οποία συνέβαλαν σημαντικά οι αγώνες του Αδαμάντιου Κοραή.
Dictionary of Greek. 2013.